- θνησιγενής
- ης, ες, θνησιγέννητος, ος , ον1) мертворождённый; 2) умирающий вскоре после рождения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θνησιγενής — ές 1. αυτός που πεθαίνει αμέσως μόλις γεννηθεί ή που γεννιέται σχεδόν νεκρός 2. θνησιγέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + γενής < γένος (πρβλ. θεα γενής, λιμνα γενής, μετα γενής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων νο Ασώπιο] … Dictionary of Greek
θνησιγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που πεθαίνει μόλις γεννηθεί, που γεννήθηκε σχεδόν νεκρός, θνησιγέννητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
θνησιγένεια — Γέννηση νεκρού εμβρύου μετά τον έβδομο μήνα της εγκυμοσύνης. * * * η η αριθμητική σχέση μεταξύ τών θνησιγενών νεογνών και τού ολικού αριθμού τών γεννήσεων σε μια χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνησιγενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
θνησιγέννητος — η, ο αυτός που γεννιέται νεκρός, θνησιγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + γέννητος (< γεννώ), πρβλ. α γέννητος αρτι γέννητος] … Dictionary of Greek
θνησκόγεννο — το (Μ θνησκόγεννος, ον) το βρέφος που πεθαίνει κατά τη γέννηση, θνησιγενές, νεκρογέννητο μσν. νεκρογέννητος, θνησιγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνῄσκω + γέννα] … Dictionary of Greek
νεκρογενής — ές αυτός που γεννήθηκε νεκρός, νεκρογέννητος, θνησιγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + γενής (< γένος), πρβλ. θαλασσο γενής, μονο γενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek